- εὐδιάσπαστος
- εὐδιά-σπαστος, ον,A easily torn asunder,
χάραξ Plb. 18.18.9
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χάραξ Plb. 18.18.9
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευδιάσπαστος — εὐδιάσπαστος, ον (Α) αυτός που διασπάται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + διασπαστος (< διασπώ), πρβλ. α διάσπαστος, δυσ διάσπαστος] … Dictionary of Greek
εὐδιάσπαστος — easily torn asunder masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδιάσπαστοι — εὐδιάσπαστος easily torn asunder masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)